- ἐπιπλήρωσις
- ἐπιπλήρ-ωσις, εως, ἡ,A refilling, keeping full, Id.4.471.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιπλήρωσις — ἐπιπλήρωσις, ἡ (Α) [επιπληρώ] τέλεια πλήρωση, η πρόσθετη, η επί πλέον πλήρωση … Dictionary of Greek
ἐπιπλήρωσις — refilling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλήρωσιν — ἐπιπλήρωσις refilling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπληρώσεως — ἐπιπληρώσεω̆ς , ἐπιπλήρωσις refilling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)